-
1 κατηπιαω
См. также в других словарях:
κατηπιώμαι — κατηπιώμαι, άομαι (Α) (το ενεργ. άχρ.) καταπραΰνομαι, καθησυχάζομαι («ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῑαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηπιῶμαι (< ἤπιος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek